- αβροδίαιτα
- ἁβροδίαιτα, η (Α) [ἁβροδίαιτος]η ζωή που κυλά μέσα στην πολυτέλεια και στις ανέσεις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἁβροδίαιτα — luxurious living fem nom/voc sg ἁβροδίαιτος living delicately neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁβροδιαίτῃ — ἁβροδίαιτα luxurious living fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίαιτα — Ονομασία των συνελεύσεων ορισμένων γερμανικών λαών (Φράγκων, Λογγοβάρδων κλπ.) και αργότερα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, οι οποίες λάμβαναν τις σοβαρότερες αποφάσεις για τη ζωή του κράτους (πόλεμος, ειρήνη, νόμοι, εκλογή βασιλιάδων κλπ.).… … Dictionary of Greek